- λείψανο
- το (AM λείψανον)1. τεμάχιο που απέμεινε από ένα όλο, υπόλειμμα, υπόλοιπο, κατάλοιπο, απομεινάρι (α. «τα λείψανα τού γεύματος τά έφαγε ο σκύλος» β. «Ἀργοῡς κάρα σὺν λειψάνῳ πεπληγμένος», Ευρ.)2. το νεκρό ανθρώπινο σώμα, πτώμα, σορός, σκήνωμα («τὰ δὲ λείψανα τοῡ σώματος ἑκάστου πολὺν χρόνον παραμένειν», Πλάτ.)νεοελλ.1. (για πρόσ.) σκελετωμένος, κάτισχνος, πολύ αδύνατος2. αρχαιολ. ίχνος, μαρτυρία («τα λείψανα τού αρχαίου πολιτισμού»)νεοελλ.-μσν.1. κηδεία2. φρ. «άγια λείψανα» ή, απλώς, «λείψανα» — τα οστά ή τα σώματα μαρτύρων ή άλλων αγίων, καθώς και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν αυτοί όταν ήταν ζωντανοίαρχ.1. (για πρόσ.) αυτός που απέμεινε από μια ομάδα ή από ένα γένος («τό δε παλαιὸν ἀνδρὸς λείψανον φίλων κυρεῑ», Ευρ.)2. στον πληθ. τὰ λείψαναα) τα πεπραγμένα, τα κατορθώματα κάποιουβ) η συνέπεια, το αποτέλεσμα, τα επακόλουθα («λείψανα τῶν Ἰλιακῶν παθημάτων», Λογγίν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ- (βλ. λείπω) + κατάλ. -ανον (πρβλ. δρέπ-ανο, φάσγ-ανο)].
Dictionary of Greek. 2013.